κακογεράματος

κακογεράματος
-η, -ο
1. αυτός που έχει κακογεράσει
2. αυτός που περνά άθλια γηρατειά
3. αυτός τού οποίου τα γεράματα προβλέπονται άσχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + γεράματα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”